- σίσυβος
- σίσῠβος, ὁ, in pl., glossed by κροσσοί, ἱμάντες, and θύσανοι, Phot., Eust.976.28.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίσυβος — ὁ, Α 1. (κατά τον Φώτ.) «κροσσοί, ἱμάντες» 2. (κατά τον Ευστ.) «τοὺς θυσάνους γλῶσσά μέν τις σισύβους καλεῑ, ἡ δὲ κοινὴ κροσσούς». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος διαλ. τ., αντί τού θύσανος, που συνδέεται με τα σίλλυβος και σίττυβος] … Dictionary of Greek
σισύβους — σίσυβος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίσυβοι — σίσυβος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)